Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔνολμος — sitting on the tripod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενόλμιος — ἐνόλμιος και ἔνολμος, ον (Α) [όλμος] αυτός που κάθεται πάνω στον τρίποδα, μαντικός (επίθ. τού Απόλλωνος) … Dictionary of Greek